καταφθίω

καταφθίω
κατα - φθίω, fut. -φθίσει, mid. aor. κατέφθιτο, inf. καταφθίσθαι, part. -φθίμενος: destroy, mid., perish, pass away, die; νεκύεσσι καταφθιμένοισιν (κατά because they have passed down to Hades, cf. καταθνήσκω), Od. 11.491.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταφθίω — (Α) 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω 2. παθ. καταφθίομαι α) πεθαίνω β) καταναλίσκω, ξοδεύω γ) μτφ. (για το φως τού ήλιου) σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθίω «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • καταφθινύθω — (Α) (ποιητ. τ.) καταφθίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθινύθω, ποιητ. τ. τού φθίω «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”